- επιθειασμός
- ἐπιθειασμός, ὁ (Α) [επιθειάζω]1. επίκληση τών θεών, ικεσία προς τους θεούς2. έμπνευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιθειασμός — appeal to the gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθειασμοί — ἐπιθειασμός appeal to the gods masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθειασμοῦ — ἐπιθειασμός appeal to the gods masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθειασμῶν — ἐπιθειασμός appeal to the gods masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθειασμῷ — ἐπιθειασμός appeal to the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθειασμόν — ἐπιθειασμός appeal to the gods masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθείασις — ἐπιθείασις, ἡ (Α) [επιθειάζω] επιθειασμός … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0331 Chronological Sequence: 6c գ. ἑνθουσιασμός, ἑπιθειασμός, βακχεία afflatus, bacchatio Աստուածալին. յափշտակումն. հիացումն. մարգարէութիւն, եւ մոլութիւն. արբեցութիւն հոգւոյ. *Իբրեւ աստուածարուբ յանապակէն յինքեաս կորզեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)